- υπερώος
- -ώα, -ον, θηλ. και -ος, και θεσσαλικός τ. κύριου ον. Ὑπεροῑος, ΜΑ1. αυτός που βρίσκεται επάνω, σε ψηλότερο επίπεδο, ανώτατος (α. «ὑπερῷον δὲ τὸν νοῡν τὸν ὑψηλὸν καὶ ἐπηρμένον δείξω ἐκ τῆς γραφῆς», Ωριγ.β. «στοαὶ ὑπερῴοι», Διον. Αλ.γ. «περίπατοι ὑπερῷοι», ΠΔδ. «ὑπερῷος θάλαμος», Πλούτ.)2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υπερώα3. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπερώοαρχ.(το αρσ. ως κύρ. όν.) Ὑπεροῑος·ονομασία μήνα στην Περραιβία τής Θεσσαλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιρρ. *ὑπέρω με κατάλ. -ιος (για τον σχηματισμό βλ. λ. υπερώα)].
Dictionary of Greek. 2013.